- πρακτορ(ε)ία
- η деятельность агента
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πράκτορ' — πράκτορα , πράκτωρ one who does masc acc sg πράκτορι , πράκτωρ one who does masc dat sg πράκτορε , πράκτωρ one who does masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)